τσαπατσουλιά

τσαπατσουλιά
η неряшливость, распущенность;
небрежность, неаккуратность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τσαπατσουλιά" в других словарях:

  • τσαπατσουλιά — η, Ν [τσαπατσούλης] 1. ακαταστασία 2. εργασία που έχει γίνει πρόχειρα, χωρίς τάξη και σύστημα 3. επιπολαιότητα …   Dictionary of Greek

  • τσαπατσουλιά — η 1. ακαταστασία, έλλειψη νοικοκυροσύνης. 2. η εργασία που γίνεται τσαπατσούλικα, ακατάστατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλαβούτημα — το, Ν [τσαλαβουτώ] 1. το να τσαλαβουτά κανείς 2. (γενικά) τσαπατσουλιά …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτημα — το, ατος 1. το να τσαλαβουτά κανείς, το απρόσεχτο βάδισμα στις λάσπες. 2. μτφ., κάθε ακατάστατη πράξη, τσαπατσουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»